- κατωφερής
- -ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)μσν.-αρχ.βαρύςαρχ.1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω («κεφαλή κατωφερής», Ξεν.)2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.επίρρ...κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανω-φερής, παρεμ-φερής].
Dictionary of Greek. 2013.